δεκατετραετής

δεκατετραετής
-ές
1. ηλικίας δεκατεσσάρων ετών
2. διάρκειας δεκατεσσάρων χρόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”